Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Απάντηση στο θέμα του Κρατους 2009

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΤΟΥΣ 2009

A’ ΣΤΑΔΙΟ

ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ :

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΞΕΤΑΣΤΕΟ ΘΕΜΑ :

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Δρ Λ.Μ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΟ ΘΕΜΑ :

Α) Ποιές είναι και πως διαφοροποιούνται οι σχέσεις των κοινοβουλευτικών θεσμών με τους θεσμούς της εκτελεστικής εξουσίας στα διάφορα είδη φιλελεύθερων-δημοκρατικών συστημάτων ;

Β) Ποιό το περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής ευθύνης Υπουργών, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας και με ποιές διαδικασίες αποδίδεται η ευθύνη αυτή ;

Γ) Πως, κατά τη γνώμη σας επιδρούν, η ενίσχυση των πολιτικών θεσμών της Ε.Ε. και η διαμόρφωση πολυεπίπεδων δομών διακυβέρνησης, στους κλασσικούς μηχανισμούς λογοδοσίας και απόδοσης ευθύνης των Κυβερνήσεων, όπως προβλέπεται στο εσωτερικό των Κρατών-μελών ;

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ :

ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΕΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ :

Το κύριο ζητούμενο του θέματος αποτελεί η σχέση του Κοινοβουλίου (άλλως των κοινοβουλευτικών θεσμών κατά τη διατύπωση του θέματος) με την εκτελεστική εξουσία και ειδικότερα με την Κυβερνητική εξουσία και πως αποδίδεται η κοινοβουλευτική ευθύνη στα μέλη της Κυβερνήσεως.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ :

Στον πρόλογο θα μπορούσε να γίνει μία κλασσική εισαγωγή στην έννοια και τα χαρακτηριστικά του όρου «Πολίτευμα» και στις κλασσικές διακρίσεις των πολιτευμάτων, με κύριο άξονα το φιλελεύθερο και το δημοκρατικό πολίτευμα.

Εν συνεχεία στα πλαίσια του σύγχρονου φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος, πρέπει να γίνει αναφορά στην κλασσική θεωρία περί διακρίσεως των λειτουργιών (εξουσίων), με κατάληξη στο άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει την ισχύουσα διάκριση των λειτουργιών (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική).

Αναφορά στο είδος της διακρίσεως των λειτουργιών, σύμφωνα με τα κρατούντα στην θεωρία (χαλαρή ή σχετική διάκριση των λειτουργιών) (βλ. σχετικά Κ. Μαυριά «Συνταγματικό Δίκαιο», 2η εκδ., 2002, σελ. 315 επ.).

Εισαγωγή στην σχέση νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας στα πλαίσια του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ Α’ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ :

Αναφορά στην έννοια και το περιεχόμενο του φιλελεύθερου-δημοκρατικού πολιτεύματος και των ειδικότερων συνιστουσών που το απαρτίζουν.

Αναφορά στα είδη του φιλελεύθερου-δημοκρατικού συστήματος (Προεδρική Δημοκρατία, Προεδρευόμενη Δημοκρατία, Ημιπροεδρική Δημοκρατία, Σύστημα της Κυβερνώσας Βουλής) και ανάλυση των ειδικότερων στοιχείων κάθε επιμέρους συστήματος, με εξειδίκευση στην αναφορά της σχέσεως της εκτελεστικής εξουσίας (και ειδικότερα της Κυβερνητικής εξουσίας) με την ευρύτερη νομοθετική εξουσία και τα αντίστοιχα νομοθετικά σώματα βλ. ενδεικτικά Αθ. Ράϊκου «Γενική Πολιτειολογία», 2η εκδ., 2006, σελ. 237 επ.).

Σχετικά με την Προεδρική Δημοκρατία, έπρεπε να αναφερθεί ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο αποκλειστικά αρμόδιος φορέας ασκήσεως της εκτελεστικής εξουσίας, είναι ο αρχηγός του Κράτους, δεν υπάρχει Υπουργικό Συμβούλιο και οι Υπουργοί είναι απλοί συνεργάτες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συμπληρωματικά εκλέγεται απ’ ευθείας από το Λαό (Εκλογικό Σώμα). Τόσο ο Πρόεδρος, όσο και οι Υπουργοί δεν είναι μέλη του Κοινοβουλίου και δεν υπέχουν κοινοβουλευτική ευθύνη. Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να παυθεί από το Κοινοβούλιο και δεν έχει το δικαίωμα της διάλυσης αυτού. Δεν είναι παράγοντας άσκησης της νομοθετικής εξουσίας και έχει απλώς το δικαίωμα του veto. Παράδειγμα Προεδρικής Δημοκρατίας, το πολίτευμα των Η.Π.Α., της Κύπρου κ.ο.κ.

Σχετικά με την την Ημιπροεδρική Δημοκρατία, έπρεπε να αναφερθεί ότι υπάρχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία του Κοινοβουλευτικού συστήματος, δυαδισμός της εκτελεστικής εξουσίας, κοινοβουλευτική ευθύνη, δικαίωμα της εκτελεστικής εξουσίας να διαλύει το Κοινοβούλιο. Εκλογή του Προέδρου απ’ ευθείας από τον Λαό. Άσκηση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ορισμένων αρμοδιοτήτων χωρίς την σύμπραξη της Κυβέρνησης. Το Ημιπροεδρικό σύστημα, υπάρχει στα ισχύοντα Συντάγματα της Γαλλίας και της Ρωσίας.

Και για το σύστημα της Κυβερνώσας Βουλής, έπρεπε να αναφερθεί ότι η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας ανατίθεται σε μία Επιτροπή, η οποία εκλέγεται από το Κοινοβούλιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σύστημα της Κυβερνώσας Βουλής στην Ελβετία.

Αναφορά στο γεγονός ότι το ισχύον Σύνταγμα προτάσσει τον έντονα Προεδρευόμενο χαρακτήρα του πολιτεύματος, κατά τον οποίο η άσκηση της εκτελεστικής λειτουργίας δεν ανατίθεται αποκλειστικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά επιμερίζεται μεταξύ αυτού και της Κυβερνήσεως, η οποία βρίσκεται σε καθεστώς εξαρτήσεως από την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου.

Κατά το ισχύον Προεδρευόμενο σύστημα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του Πολιτεύματος, εκλέγεται από τη Βουλή για περίοδο πέντε ετών και σε περίπτωση πολέμου, η προεδρική θητεία παρα­τείνεται έως τη λήξη του, ενώ επανεκλογή του ίδιου προσώπου επιτρέπεται μία φορά μόνο. Παράλληλα, Πρόεδρος της Δημοκρατίας που παραιτείται πριν από τη λήξη της θητείας του δεν μπορεί να λάβει μέρος στην εκλογή που επακολουθεί εξαιτίας της παραίτησής του (βλ. Αθ. Ράϊκου «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Α’, Τεύχος Α’, 1990, σελ. 200 επ. και σε 2η έκδοση 2002, Δ. Τσάτσου «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Β’, 2η εκδ, 1993, σελ. 121 επ.)

Αναφορά στο άρθρο 81 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο, «Την Κυβέρνηση απoτελεί το Yπoυργικό Συμβoύλιo πoυ απαρτίζεται από τον Πρωθυπoυργό και τoυς Yπoυργoύς...................», καθώς και στο γεγονός ότι, κανένας δεν μπoρεί να δοριστεί μέλoς της Κυβέρ­νησης ή Yφυπoυργός, αν δεν συγκεντρώνει τα πρoσόντα του υποψηφίου βoυλευτή.

Αναφορά στην συνταγματική επιταγή ότι, η Κυβέρνηση καθoρίζει και κατευθύνει τη γενική πoλιτική της Χώρας, σύμφωνα με τoυς oρισμoύς τoυ Συντάγματoς και των νόμων και ο Πρωθυπoυργός εξασφαλίζει την ενότητα της Κυ­βέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της, καθώς και των δημόσιων γενικά υπηρεσιών για την εφαρμoγή της κυβερνητικής πoλιτικής μέσα στο πλαίσιο των νόμων.

Και φυσικά στο εκ του Συντάγματος απαιτούμενο, ότι η Κυβέρνηση και όλα τα μέλη της οφείλουν να λάβουν την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής κατ’ άρθρο 84 του Συντάγματος.

Προκειμένου να γίνει σωστή σύνδεση με το β’ ερώτημα θα πρέπει η απάντηση του α’ ερωτήματος να «κλείσει» με την αναφορά στην ευρύτερη κοινοβουλευτική αρχή, με την αναφορά στα άρθρα 37, 84 και 38 παρ. 1 του Συντάγματος.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ Β’ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ :

Το ζητούμενο στο β’ ερώτημα είναι να αναφερθούν οι διαδικασίες που αφορούν αποκλειστικά την ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ευθύνη και όχι τα λοιπά είδη ευθύνης που διέπουν τα μέλη της Κυβερνήσεως. Στα λοιπά είδη ευθύνης (ποινική, αστική) χρειάζεται ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΥΡΕΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΥΤΩΝ.

Για την αναφορά στο περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής ευθύνης Υπουργών, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας θα πρέπει να λάβει χώρα αναφορά στο άρθρο 85 του Συντάγματος, αλλά κυρίως στο άρθρο 84 του Συντάγματος, κατά το οποίο «η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής».

Δεν θα πρέπει όμως να γραφτεί μόνο και μόνο το άρθρο 84, αλλά θα πρέπει να λάβει χώρα μία αναφορά στον διορισμό του Πρωθυπουργού και της Κυβερνήσεως της Κυβερνήσεως από τον ΠτΔ κατά το άρθρο 37 και μία σύντομη αναφορά στις διατάξεις του. Και τούτο διότι έτσι θα γίνει καλύτερη σύνδεση με το άρθρο 84 κατά το οποίο, η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. Η Βουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της κατά το σχηματισμό της Κυβέρνησης, καλείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης.

Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή 50% + 1 των παρόντων και όχι κάτω από 120 βουλευτές) .

Η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών (50 βουλευτές) και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.

Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές).

Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας.

Σημείωση : Κατ’ εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της.

Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η Κυβέρνηση.

Κατά την ψηφοφορία για τις πιο πάνω προτάσεις ψηφίζουν οι Υπουργοί και Υφυπουργοί που είναι μέλη της Βουλής.

Εν συνεχεία θα πρέπει να γίνει αναφορά στο άρθρο 38 παρ. 1 του Συντάγματος για πληρέστερη απάντηση επί του β’ ερωτήματος, όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά της, την Κυβέρνηση, αν αυτή παραιτηθεί, καθώς και αν η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της κατά το άρθρο 84. Στην περίπτωση δε, της Κυβερνήσεως συνεργασίας τότε εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37, δηλαδή δίνονται εκ νέου διερευνητικές εντολές. Ενώ εάν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, τότε εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ’, δηλαδή η Χώρα οδηγείται σε εκλογές. (Για την κοινοβουλευτική ευθύνη βλ. σχετικά Αθ. Ράϊκου «Συνταγματικό Δίκαιο», ο.π., σελ. 407 επ. με τον τίτλο «η κοινοβουλευτική ευθύνη»).

Επίσης συνδέεται με την κοινοβουλευτική ευθύνη, η άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου που ασκεί η Βουλή στην Κυβέρνηση, κατά το άρθρο 69 του Συντάγματος, με τις ειδικότερες μορφές (αναφορές, ερωτήσεις, επίκαιρες ερωτήσεις, επερωτήσεις, επίκαιρες επερωτήσεις, αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων), όπου ενδεχομένως να οδηγηθούμε στην κατάθεση προτάσεως δυσπιστίας κατά είτε ολοκλήρου της Κυβερνήσεως, είτε κάποιου μέλους της. Εξάλλου τόσο η πρόταση δυσπιστίας, όσο και τα λοιπά κατά τα ανωτέρω μέσα που υπάγονται στο άρθρο 69 του Συντάγματος, αποτελούν κλασσικές μορφές ασκήσεως κοινοβουλευτικού ελέγχου.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ Γ’ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ :

Συνοπτική αναφορά στους πολιτικούς θεσμούς της Ε.Ε. (Ευρ. Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή, Ο.Κ.Ε. και Επιτροπή των Περιφερειών) και στον τρόπο λήψεως αποφάσεων στα πλαίσια του ευρωπαϊκού δικαίου.

Εν συνεχεία αναφορά στην έννοια της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης (Multilevel Governance) (βλ. σχετικά Λάμπρου Μπαμπαλιούτα «Το σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο της ελληνικής δημόσιας διοίκησης», Τόμος Α’, 2007, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 490) στα πλαίσια του ευρωπαϊκού δικαίου, που αποτελεί και τον κύριο άξονα λήψεως αποφάσεων για την αρτιότερη άσκηση των κοινοτικών πολιτικών.

Αναφορά στην επίδραση που ασκείται από τους ευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς, στις Κυβερνήσεις των Κρατών-μελών στα πλαίσια άσκησης της ευρωπαϊκής πολιτικής και επομένως και στην ελληνική κυβέρνηση, ιδίως όταν η τελευταία μέσα από τους κυρίους εκπροσώπους της (βλ. π.χ. τον καθ’ ύλιν αρμόδιο Υπουργό στο Συμβούλιο της Ε.Ε.) είναι υποχρεωμένη να εισαγάγει στην ελληνική έννομη τάξη τους αντίστοιχους κοινοτικούς κανόνες δικαίου για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου (κυρίως μέσω τυπικού νόμου κατ’ άρθρο 73 παρ. 1 του Συντάγματος, ή μέσω κανονιστικού προεδρικού διατάγματος κατ’ άρθρα 43 παρ. 2 εδάφιο α’ και 43 παρ. 4 του Συντάγματος). Στο πλαίσιο αυτό υφίσταται εξάλλου και η, κατά το άρθρο 70 παρ. 8 του Συντάγματος, υποχρέωση της Κυβέρνησης, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, να ενημερώνει το νομοθετικό Σώμα για τα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο κανονιστι­κής ρύθμισης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συζητεί γι' αυτά.

Και επομένως μέσα από την ανωτέρω επίδραση υφίσταται η ευθύνη της Κυβερνήσεως να εφαρμόσει τις κοινοτικές πολιτικές και σε περίπτωση μη εφαρμογής να «υποστεί» τα μέσα άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου κατά τα ανωτέρω (υπό το β’ ερώτημα) και κατ’ επέκταση η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και του θεσμικού πλαισίου των πολιτικών θεσμών της Ε.Ε. αυξάνει την αντίστοιχη ευθύνη των επιμέρους Κυβερνήσεων στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ :

Ειδικότερη μνεία στην σημασία της κοινοβουλευτικής ευθύνης της Κυβερνήσεως, τόσο για την άσκηση της «εσωτερικής» κυβερνητικής πολιτικής, όσο και για την «ενεργό» συμμετοχή της Χώρας στην πορεία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

«Κλείσιμο» του επιλόγου με αναφορά στην σπουδαιότητα ασκήσεως του κοινοβουλευτικού ελέγχου επί της Κυβερνήσεως από ένα πολιτειακό όργανο, το οποίο έχει άμεση λαϊκή νομιμοποίηση (όπως είναι το Κοινοβούλιο) για την υλοποίηση του προγράμματος κάθε Κυβερνήσεως.

1 σχόλιο:

deefunxion είπε...

αν σας άρεσε το ύφος της απάντησης υπάρχει το βιβλίο "Το Σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης" Εκδόσεις Σάκκουλα... πολύ καλό και έγκυρο βοήθημα για το δεύτερο στάδιο στο μάθημα της Δημόσιας Διοίκησης.